O Βασίλειος Σ. Ε. Τσίχλης γράφει για τα Δημοκρατικά Τάγματα

Παρέλαση τμήματος των Δημοκρατικών Ταγμάτων στο Γουδή
γράφει ο Βασίλης Σ. Ε. ΤσίχληςΔιδάκτωρ Πανεπιστημίου Λονδίνου

Τα Δημοκρατικά Τάγματα αποτελούσαν μια επίσημη παραστρατιωτική οργάνωση της περιόδου 1923-1926. Αποτελεί και αυτό μια ελληνική πρωτοτυπία η οποία παραλλήλως αποκαλύπτει το μέγεθος της αστάθειας μετά τη μικρασιατική καταστροφή. Επίσημη οργάνωση, καθώς ιδρύθηκαν με νόμο του κράτους και όσοι τα αποτελούσαν μισθοδοτούνταν από το κράτος. Παραστρατιωτική διότι εξυπηρετούσε συμφέροντα συγκεκριμένων στρατιωτικών-πολιτικών της εποχής, και κυρίως του Θεοδώρου Παγκάλου. Όποιος ασχοληθεί, έστω και επιδερμικώς, με τα πρώτα έτη αμέσως μετά τη μικρασιατική καταστροφή, συναντά τα Δημοκρατικά Τάγματα. Όλοι λοιπόν τα γνωρίζουμε, έστω και σε γενικές γραμμές. Το πρόβλημα είναι ότι στις μελέτες οι οποίες ασχολούνται με την ελληνική ιστορία των ετών 1922-1926, παρουσιάζονται αιφνιδιαστικά ως, τρόπον τινά, τετελεσμένο γεγονός.

Τα υπάρχοντα έργα λοιπόν, ελάχιστα στοιχεία προσφέρουν για τα Δημοκρατικά Τάγματα. Ο Ι. Δασκαρόλης αναγκάστηκε να αναζητήσει υλικό στον τύπο της εποχής (διαβάζοντας κυριολεκτικώς χιλιάδες φύλλα εφημερίδων), στα Φ.Ε.Κ. και σε αδημοσίευτα αρχεία. Αναζητούσε καρφίτσα στα άχυρα αλλά κατόρθωσε (διότι περί κατορθώματος πρόκειται) να ανασυστήσει με ικανοποιητική πληρότητα την ιστορία τους. Το αποτέλεσμα της έρευνάς του επιβεβαίωσε (οριστικά πλέον) αυτό που υποψιαζόμασταν αλλά δεν μπορούσαμε έως σήμερα να αποδείξουμε. Η σταδιακή αποδόμηση του πολιτικού συστήματος μετά το 1915 και η τελική κατάρρευσή του το 1922, απελευθέρωσε λανθάνουσες δυνάμεις. Οι βενιζελικοί ταχύτατα αντιλήφθηκαν ότι η πολιτική δύναμη των αντιβενιζελικών, παρά την καταστροφή, παρέμενε ισχυρή. Οι μετριοπαθείς βενιζελικοί, ανάμεσά τους και ο ίδιος ο Βενιζέλος, δεν αντιτίθονταν σε κάποια μορφής συνδιαλλαγή με τους αντιβενιζελικούς, τουλάχιστον εκείνη τη στιγμή.

Οι «ριζοσπαστικοί» βενιζελικοί όμως, ήταν αντίθετοι στη συνδιαλλαγή αυτή. Οι σημαντικότεροι εξ αυτών ήταν στρατιωτικοί (που αργότερα χρησιμοποίησαν ως αχυράνθρωπο τον Παπαναστασίου). Το γεγονός ότι ήταν στρατιωτικοί δεν σήμαινε ότι επικρατούσε ομόνοια μεταξύ τους· μόνον τα ονόματα των Παγκάλου και Κανδύλη αρκούν προκειμένου να το πιστοποιήσουν. Επίσης, δεν ήλεγχαν τον στρατό, όπως συχνά πιστεύεται. Τα συνεχή κινήματα του μεσοπολέμου είχαν ελάχιστους νεκρούς διότι οι στρατιώτες των αντιπάλων δεν έβλεπαν τον λόγο να σκοτωθούν μεταξύ τους. Επίσης, πολλοί στρατιωτικοί δεν ήταν πρόθυμοι να στηρίξουν στασιαστικά κινήματα. Αυτός υπήρξε ο λόγος δημιουργίας των Δημοκρατικών Ταγμάτων, τα οποία ο συγγραφέας επιτυχημένα παρομοιάζει με την πραιτωριανή φρουρά. Ο Πάγκαλος χρειαζόταν μια πιστή και αξιόμαχη σωματοφυλακή (με κρατικό χρήμα βέβαια…), η οποία θα μπορούσε να επιβληθεί ακόμη και στον στρατό. Η σωματοφυλακή αυτή τον κατέστησε δικτάτορα και η ίδια αργότερα τον ανέτρεψε.

Το ζήτημα όμως δεν είναι τόσο απλό. Αν και με τα Τάγματα κατόρθωσαν οι «ριζοσπαστικοί» βενιζελικοί να επιβληθούν, αυτά τα ενίσχυαν οι «μετριοπαθείς» βενιζελικές κυβερνήσεις Καφαντάρη και Μιχαλακόπουλου. Φαίνεται λοιπόν, ότι επρόκειτο περί συγκοινωνούντων δοχείων, ζητήματα τα οποία επισημαίνονται και αναλύονται. Εκτός από τα Δημοκρατικά Τάγματα, το βιβλίο ασχολείται με τους Κυνηγούς του Κονδύλη, μια ακόμη επίσημη παραστρατιωτική ομάδα η οποία δεν είχε καθόλου μελετηθεί έως σήμερα. Άλλο ενδιαφέρον σημείο αποτελεί η προσπάθεια σύγκρισης των Δημοκρατικών Ταγμάτων με τους Επιστράτους του Εθνικού Διχασμού και τα Τάγματα Ασφαλείας της γερμανικής κατοχής

Ταυτοχρόνως με την παρουσίαση της δημιουργίας και της εξελίξεως των Δημοκρατικών Ταγμάτων, έχουμε και τη διεξοδικότερη και πλέον τεκμηριωμένη εξιστόρηση των ετών 1923-1926 που γνωρίζω. Ο συγγραφέας ορθώς αντιλαμβάνεται ότι τα Δημοκρατικά Τάγματα αποτελούν καρπό της πολιτικής αντιπαραθέσεως των ταραγμένων αυτών ετών και δεν μπορούν να αποκοπούν αυτής. Την πολιτική ιστορία της περιόδου του Μεσοπολέμου καλύπτει στην πραγματικότητα μόνον ένα βιβλίο, το «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων» του Γρηγορίου Δαφνή. Είναι τέτοιο το βάθος της έρευνας και της αναλύσεως του Δαφνή, παραλλήλως της αφηγηματικής του δεινότητος, ώστε όλα τα υπόλοιπα σχετικά έργα βασίζονται (κατά κύριο λόγο) σε αυτό.

Ο Ι. Δασκαρόλης δεν αποκλίνει της πεπατημένης. Και αυτός βασίζεται στον Δαφνή αλλά για πρώτη ίσως φορά παρατηρούμε μια ουσιαστική προσπάθεια συμπληρώσεως και διορθώσεώς του. Ο συγγραφέας ελέγχει επιμελώς τις πηγές, επαληθεύοντας συνήθως τον Δαφνή (ο οποίος δεν παραπέμπει σχεδόν ποτέ στις δικές του πηγές) αλλά υπάρχουν περιπτώσεις που η έρευνά του διαφωνεί με αυτόν. Για πρώτη ίσως φορά ελέγχεται τόσο εξονυχιστικά η μελέτη του Δαφνή και εντοπίζονται αδυναμίες της.

Ο Ι. Δασκαρόλης κατάφερε να γράψει ένα βιβλίο το οποίο διαβάζεται εύκολα. Η διήγηση του συγγραφέως είναι απλή αλλά χειμαρρώδης· αν και πρόκειται περί αυστηρού επιστημονικού έργου, νομίζεις ότι διαβάζεις ένα ιστορικό μυθιστόρημα. Άλλωστε, ο συγγραφέας φρόντισε να εξηγεί σε υποσημειώσεις οτιδήποτε ο μη ειδικός αναγνώστης δεν οφείλει να γνωρίζει. Περαιτέρω, πρέπει να τονιστεί ότι το βιβλίο αποτελεί πραγματική πινακοθήκη της ιστορίας της περιόδου. Αναφέρονται πάμπολλα ονόματα σημαντικών αλλά ξεχασμένων σήμερα παραγόντων της εποχής, τα οποία ο συγγραφέας φροντίζει να βιογραφεί συνοπτικώς στις υποσημειώσεις του, προκειμένου να μην διασπά τη ροή της διηγήσεώς του.

Ολοκληρώνοντας, πρόκειται για ένα βιβλίο που καταπιάνεται με ένα ιδιαιτέρως απαιτητικό ζήτημα το οποίο μελετά εξαντλητικώς, προσφέροντας νέα πολύτιμα στοιχεία στην ιστορική έρευνα με τρόπο εύληπτο προς τον αναγνώστη.

Σχόλια